ἐνέργεια

ἐνέργεια
ἐνέργεια, ας, ἡ (s. ἐνεργής, ἐνεργέω; Pre-Socr. et al.; ins, pap, LXX, TestSol, EpArist, Philo, Just., Ath., Hippol.) the state or quality of being active, working, operation, action, so in NT, and always of transcendent beings (cp. Chrysipp.: Stoic. II 115; Diod S 15, 48, 1 θεία ἐ.; likew. Orig., C. Cels. 3, 14, 7; Ps.-Callisth. 1, 30, 4 τὴν τοῦ θεοῦ ἐ.; Sallust. 3 p. 4, 8; 4 p. 4, 27; OGI 262, 4 [III A.D.] περὶ τῆς ἐνεργείας θεοῦ Διός; Herm. Wr. 10, 22b; 16, 13 δαίμονος γὰρ οὐσία ἐνέργεια; PGM 3, 290; Wsd 7:26; 13:4; 2 Macc 3:29; 3 Macc 4:21; 5:12, 28; EpArist 266; Aristobulus in Eus., PE 8, 10, 12 [p. 142 Holladay] ἐ. τοῦ θεοῦ; Did., Gen. 247, 11 τὸ ἄγγελος ὄνομα ἐνεργείας καὶ οὐκ οὐσίας ἐστίν) ἐ. πλάνης a deluding influence 2 Th 2:11. πίστις τῆς ἐνεργείας τ. θεοῦ faith in God’s (productive) power Col 2:12; cp. Ac 4:24 D; 1 Cor 12:10 v.l. Mostly in the expr. κατὰ (τὴν) ἐνέργειαν: κ. τ. ἐ. τοῦ κράτους according to the manifestation of his power Eph 1:19 (for the genitival constr. cp. 1QS 11, 19f; 1QH 4, 32); cp. 3:7; 4:16; Col 1:29; κ. τ. ἐ. τοῦ δύνασθαι αὐτόν through the power that enables him Phil 3:21. κατʼ ἐνέργειαν τοῦ Σατανᾶ by the activity of Satan 2 Th 2:9.—ἐνεργείᾳ τοῦ πονηροῦ by urging of the wicked one AcPl Ha 9, 19 (cp. ὄφεως Just., D. 39, 6; αἱ τῶν δαιμόνων ἐ. Orig., C. Cels. 1, 60, 6).—W. ref. to mode of operation way of working τῆς ὀξυχολίας Hm 5, 1, 7; 5, 2, 1. W. δύναμις (Aristot. p. 23a, 10ff; Philo, Rer. Div. Her. 110 al.; Ath. 10, 3; 26, 1) 6, 1, 1a. Pl. (Epict. 2, 16, 18; 4, 11, 33; Philo; Ath.) 6, 1, 1b; 6, 2, 2 and 6. The pl. also v 3, 8, 3, where the word refers to what someth. is equipped to do and may be rendered function.—DELG s.v. ἔργον. RAC V 4–51. M-M. TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἐνεργεία — ἐνεργείᾱ , ἐνέργεια activity fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνεργείᾳ — ἐνεργείᾱͅ , ἐνέργεια activity fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ενέργεια —         (energeia) (греч.) акт, активность, деятельность, действительность (ср. ).         см. Энергия; Энтелехия. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г …   Философская энциклопедия

  • ἐνέργεια — activity fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενέργεια — Ο ορισμός της ε. είναι καρπός μακράς μελέτης και προσπαθειών, οι οποίες εξέτειναν και διεύρυναν την έννοιά της, ώστε να περιλάβει και να πλαισιώσει πλήθος φαινομένων. Σε μια πρώτη προσέγγιση, η ε. μπορεί να οριστεί ως η ικανότητα ενός συστήματος… …   Dictionary of Greek

  • ενέργεια — η 1. δράση, πράξη, λειτουργία που μεταβάλλει κατάσταση, η επίδραση: Η ενέργεια του φαρμάκου. 2. η προσπάθεια για επιτυχία αποτελέσματος: Άκαρπες ενέργειες. 3. εκδήλωση τάσης, διάθεσης: Εχθρική ενέργεια. 4. δύναμη σε ακμή: Ηφαίστειο σε ενέργεια. 5 …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐνέργειᾳ — ἐνέργειαι , ἐνέργεια activity fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενέργεια απολύτου μηδενός — Η ενέργεια που οφείλεται στις ταλαντώσεις που εκτελούν τα άτομα των μορίων ενός υλικού γύρω από τη θέση ισορροπίας, στη θερμοκρασία του απολύτου μηδενός. H εξέταση αυτών των αρμονικών ταλαντωτών (άτομα) έγινε από τον Αϊνστάιν με βάση την κβαντική …   Dictionary of Greek

  • ενέργεια σύνδεσης — Η ενέργεια που εκλύεται όταν πρωτόνια, νετρόνια και ηλεκτρόνια ενώνονται για να σχηματίσουν ένα άτομο. Το ίδιο ποσό ενέργειας απαιτείται για τη διάσπαση ενός πυρήνα στα συστατικά του, ενέργεια που είναι ισοδύναμη με το έλλειμμα μάζας του πυρήνα.… …   Dictionary of Greek

  • ἐνεργεῖᾳ — ἐνεργεῖαι , ἐνεργέω to be in action pres ind mp 2nd sg (epic ionic) ἐνεργεῖαι , ἐνεργέω to be in action pres ind mp 2nd sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ατομική ενέργεια — Βλ. λ. ενέργεια (πυρηνική ενέργεια) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”